ISSN: 2241-6692

BLOG

23/09/2016
Νίκος Τριανταφυλλίδης (1966–2016): Ο τελευταίος (;) των Ρομαντικών

Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» παρουσιάζει στην 22η διοργάνωσή του (21/9-2/10) το σύνολο σχεδόν του έργου ενός καλλιτέχνη που ενσάρκωσε όπως κανείς στη σύγχρονη Ελλάδα το ρομαντικό ιδεώδες: το αφιέρωμα «Η Αισθηματική Αγωγή του Νίκου Τριανταφυλλίδη» φανερώνει την ουσία του έργου ενός σκηνοθέτη που δεν αρκέστηκε στο να κινηματογραφεί ήρωες που, παραμένοντας στη σκιά, αποδεικνύονται larger than life, αλλά έκανε τη ζωή του ολοένα και πιο μεγάλη (παρά το σύντομο της διάρκειάς της), ικανή να αναμετρηθεί με τα είδωλα της φαντασίας, με τον κόσμο του φαντασιακού. Σε αυτές τις διακλαδώσεις της ζωής, της τέχνης και του ονείρου συντελέστηκε μια πραγματική συνάντηση, αυτή του Νίκου Τριανταφυλλίδη και της Έφης Παπαζαχαρίου. Οι παρακάτω αράδες δεν είναι ένας «ρομαντικός επίλογος» (με τον τρόπο του Νίκου Καρούζου), αλλά ένα σημείωμα που «νοσταλγεί το μέλλον».

«...Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη…»
Οι Αισθηματίες

Κοίταγα αυτή τη θάλασσα του κόσμου που κατέβαινε και μετά ανέβαινε το λοφάκι προς το μνήμα μέσα στην κάψα του Ιουνίου και αναρωτιόμουν αν όντως, στ’ αλήθεια, είναι δυνατόν αυτό να έχει συμβεί. Όταν τελείωσαν όλα, πέντε-έξι άτομα πήραμε το δρόμο μέσα από τα χωράφια που έχουν ξεμείνει απορημένα στου Ζωγράφου, κάτω από τον καυτό ήλιο, συζητώντας αμήχανα διάφορα, ώσπου να φθάσουμε στο μέρος που θα βρίσκαμε τους άλλους – κάτι να πιούμε, για τον Νικόλα, όλοι μαζί. Στη μέση της διαδρομής, νόμιζα πως είμαι σε ταινία. Ή σε όνειρο. Ή σε εφιάλτη. Είχα μπερδευτεί. Ύστερα από ανέβα-κατέβα βραχάκια, κατσάβραχα και μονοπάτια, βάλαμε το πόδι μας επιτέλους στην άσφαλτο και φθάσαμε στο μαγαζί. Είμαι σίγουρη πως θα του άρεσε του Νίκου όλη αυτή η παράδοξη διαδρομή μιας παρέας που πήγαινε να πιει τιμώντας τον απόντα. Αισθηματίας. Θα το χρησιμοποιούσε και σε καμιά ταινία του το σκηνικό, εδώ που τα λέμε. Ο ίδιος το προκάλεσε έτσι κι αλλιώς.

Ο Νίκος, ο Νικόλας. Που υπέγραφε σαν Tri/dis στα πρώτα του σπουδαστικά βήματα στο London International Film School, καθώς ολόκληρο το ποντιακό επίθετο για το οποίο ήταν περήφανος δεν ήταν εύκολο στους Άγγλους. Του έμεινε στον γυρισμό στην Αθήνα και οι κολλητοί του τον έλεγαν Τρίδη αντί Τριανταφυλλίδη – το συγκράτησα γιατί μου είχε κάνει εντύπωση τότε αυτό.

Τον γνώρισα, αν θυμάμαι καλά (καθώς τα ποτά, η μουσική και τα τσιγάρα έμπαιναν ασύστολα ώς το ξημέρωμα στο σώμα και στο πνεύμα), στα μέσα της δεκαετίας του ’90, την εποχή του Ράδιο Μόσχα. Δύο χρόνια πριν, στην πτυχιακή του, το γυρισμένο στο ομιχλώδες Λονδίνο πανέμορφο νουάρ Dogs Licking My Heart/Τα σκυλιά γλείφουν την καρδιά μου είχε αποκαλύψει όσα θα ακολουθούσαν και δεν θα πρόδιδε ή δεν θα εγκατέλειπε ποτέ: εκεί πρωτοκατέθεσε την αδυναμία του στις femmes fatales, στους μπάρμαν, στα μπαρ, στο Jack (Daniels), στα τζουκ μποξ, στις καπαρντίνες, στα σκοτεινά στενά και στα παλιά αυτοκίνητα – με δυο λόγια, στο νουάρ. Εκεί ξεκινούσε τη μόνιμη συνεργασία του, είτε στη μουσική είτε στο πλατό, με τον Blaine L. Reininger, αλλά και με τον Παναγιώτη Θανασούλη. Εκεί, στους τίτλους τέλους, ευχαριστούσε πρώτη φορά τον λατρεμένο του πνευματικό πατέρα και αιώνιο φίλο Νίκο Νικολαΐδη. Εκεί πρωτοφανέρωνε τις εμμονές του στους ήρωες του, αφιερώνοντας το στον Eddie Constantine, τον αγαπημένο του μυστικό πράκτορα Lemmy Caution (στο Alphaville [1965] του Ζαν-Λικ Γκοντάρ).

Dogs Licking My Heart

Οι ήρωές του, οι αντιήρωές του, οι αυτοκόλλητες σκιές του, οι φίλοι του, αληθινοί ή φανταστικοί, ζωντανοί ή όχι, δεν έχει σημασία, γέμιζαν τον κόσμο του. Ζούσε στην κυριολεξία μαζί τους, χανόταν μαζί τους, είχε καταθέσει την ψυχή του πάνω τους. Από τον Ντοστογιέφσκι στην Τζένη Βάνου, από τον Ντίνο Ηλιόπουλο στους Fuzztones, από τον Νικολαΐδη στον Μπρεχτ, από τους Καουρισμάκι στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, από τον Σουγκλάκο στον Eric Burdon, από τον Gagarin στον Κούδα…

Αυτό το απίστευτο αίσθημα σεβασμού και αγάπης, αυτή η πίστη του σε όσους έκαναν τη διαφορά, η υπόκλισή του σε όσους τίμησαν και τιμούσαν την αξιοπρέπεια τους, σε όσους δεν έσκυψαν κεφάλι, σε όσους δεν συμβιβάστηκαν, σε όσους δεν δάνεισαν την ψυχή τους πουθενά, ήταν για μένα αυτό που πάνω απ’ όλα χαρακτήριζε, πέρα από το έμφυτο ταλέντο του, τον Νίκο.

Άλλωστε, οι ταινίες του πάντα ανέδυαν την πολιτική του σκέψη και την οπτική του σε μια κοινωνία στενόμυαλη, υποκριτική και συμβιβασμένη. Ήδη στο πρώτο του σπουδαστικό εγχείρημα, το ντοκιμαντέρ Momus, Amongst Women Only (1992), που γύρισε το τρίτο τρίμηνο των σπουδών του στο Λονδίνο, διερευνούσε αν έστεκαν οι κατηγορίες για σεξισμό στον μουσικό Momus από τη δημοσιογράφο του ΝΜΕ, Betty Page (και όχι Bettie Page, όπως λεγόταν η pin up queen της δεκαετίας του ‘50 που φυσικά αγαπούσε). Η ταινία τελείωνε με ευνουχισμό, δοσμένο με γραφικά- η Σχολή τού λογόκρινε τη σκηνή...

Στο Ράδιο Μόσχα (1995), την πρώτη του μεγάλου μήκους, η ιστορία μιας Ρωσίδας στριπτιζέζ που ζει τη βία του Έλληνα νταβατζή της έχει να πει πολλά στο πίσω μέρος της για μια κοινωνία που ανοίγει τα σύνορά της χωρίς να ξεφεύγει από τα στενά όρια της. Το σκηνοθετικό του μάτι χορεύει ανήσυχα σε ένα σκοτεινό κόκκινο καμπαρέ μέσα σε μια τρικυμία μουσικής, φόνων και απεγνωσμένου έρωτα, μια βαβέλ ελληνικών, ρωσικών και αγγλικών, μια αρμαθιά υπέροχων ηθοποιών και μια ατμόσφαιρα επηρεασμένη από τον φίλο του, τον Άκι Καουρισμάκι. Κι εδώ ο Blaine L. Reininger, πέρα από το ρόλο του φευγάτου ξεπεσμένου καλλιτέχνη, γράφει τη μουσική, ενώ τα ρομαντικά ίχνη του Νίκου είναι ήδη αποτυπωμένα, συνδεόμενα υπογείως με το μέλλον των Αισθηματιών, μέσα από το «Συγχώρα με που φεύγω» του Λευτέρη Μυτιληναίου.

Μαύρο Γάλα

Πρωταγωνίστρια στις ταινίες του η μουσική, φανερώνει και τους άλλους δρόμους που θα πάρει σύντομα για χάρη της, φέρνοντας με την εταιρεία του ΑΣΤΡΑ στην Αθήνα για συναυλίες (κατά κύριο λόγο στο Ρόδον) γκρουπ και καλλιτέχνες σημαντικούς. Οι Tuxedomoon του Blaine είναι, εννοείται, από τους πρώτους –άλλωστε είχε γυρίσει και το ντοκιμαντέρ Tuxedomoon, No Tears (1998) για αυτούς. Όπως και οι Gallon Drunk. Οι τελευταίοι εμφανίζονται ζωντανά και γράφουν μουσική στο Μαύρο γάλα (1999), μια τρισδιάστατη μαύρη κωμωδία που ισορροπεί τολμηρά και επικίνδυνα ανάμεσα στο καλτ, στον σουρεαλισμό και στον ελληνικό κινηματογράφο του ’60. Κοφτερή σαν μαχαίρι, ξεσκονίζει και σαρκάζει τον θρασύ Νεοέλληνα νεόπλουτο που νομίζει πως μπορεί να ελέγξει τα πάντα, από έναν καλλιτέχνη μέχρι τον υπόκοσμο.

The Kinks, Boney M, Τζένη Βάνου, Mika Kaurismaki, Κ ΒΗΤΑ, Bizet, Toshitake Shinohara, Νίκος Γούναρης, The Boy, ροκ, λαϊκά, σκυλάδικα, μπλουζ, ηλεκτρονική, κλασική, όλα ανακατεύονται μοναδικά, κτίζοντας εκπληκτικά σάουντρακ στις ταινίες του. Γιατί ήταν ο ίδιος λάτρης και γνώστης –έχει μεγάλη σημασία το τελευταίο– του λαϊκού, του κλασικού, του σύγχρονου, του καλτ και του περιθωρίου ταυτόχρονα, σε κάθε σχεδόν εκδοχή της τέχνης, στο σινεμά, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Την τελευταία την είχε άλλωστε τιμήσει στο Παλτό (1997), την καινοτόμα διασκευή του στο διήγημα του Γκόγκολ, όπου είχε την ατέλειωτη χαρά να συνεργαστεί με δυο ιερά τέρατα, τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Ποτέ δεν θα το ξεχνούσε αυτό.

Το παλτό

Σήμα κατατεθέν στο έργο του, οι ηθοποιοί του – φιγούρες ιδιαίτερες, επαγγελματίες ή σχεδόν... εμμονή του, όπως η μουσική και η αγάπη. Ο Ηλιόπουλος, ο Θανασούλης, η Δέσποινα Κούρτη, ο Ρένος Χαραλαμπίδης, ο Blaine, o Γκουσγκούνης, ο Σουγκλάκος είναι πάντα εκεί, δίπλα στον Σπυριδάκη, στον Μόσχο, στη Μισέλ Βάλει, στην Ευτυχία Γιακουμή (Νικολαΐδικές επιρροές του), στη Σβετλάνα Πανκράτοβα, στον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, αλλά και στον Στέργιογλου και στον Θέμη Πάνου που ανατέλλουν στο Μαύρο γάλα, στον Χάρη Φραγκούλη, στον Δημήτρη Λάλο, στην Ηλιάνα Μαυρομάτη που φέρνουν το νέο αίμα στους Αισθηματίες. Τους αφοσιώνεται, του αφοσιώνονται, τους πιστεύει και τον πιστεύουν. Σχέση αμφίδρομη και μαγική. Πιστός σε εκείνους, στους μόνιμους συνεργάτες του και στις γυναίκες της ζωής του (τη μάνα του, την κόρη του Λώρα και τη Μαρίνα του).

Χειμαρρώδης, ρομαντικός, περήφανος, απόλυτος, σαρκαστικός, ετοιμόλογος, πολύπλοκος, σουρεαλιστής, χιουμορίστας, ευαίσθητος, γνώστης – και αιώνιος αναγνώστης. Με αυτό το χαμόγελο που γλύκαινε την όψη του ακόμη κι όταν έλεγε κάτι θλιβερό ή σοβαρό. Με αυτό το γέλιο το τόσο χαρακτηριστικό που ξεκινούσε σαν να άρχιζε να βήχει και κατέληγε σε φρενήρη ποταμό. Με αυτό το υγρό βλέμμα που αναζητούσε κάτι άλλο διαρκώς. Με αυτή τη πλατιά σκέψη και φαντασία που σε απογείωνε σε κουβέντες πάνω σε ιδέες, σε θεωρίες, σε ποιητές, σε ρόλους, σε σενάρια, σε ταινίες και σε προσγείωνε στον αγαπημένο του ΠΑΟΚ, γιατί δεν μπορούσε χωρίς αυτόν –και πόση η χαρά του, πώς γυάλιζε το μάτι του από ευτυχία όταν μου είπε πως ήταν εκείνος που θα κατέγραφε την ιστορία της ομάδας του στην μεγάλη οθόνη: «90 χρόνια ΠΑΟΚ: Νοσταλγώντας το μέλλον»...

Όχι ,δεν μου αρέσουν οι αγιογραφίες. Γράφω απλώς όσα εισέπραξα κάνοντας στενή ή πιο μακρινή παρέα (ανάλογα με τις φάσεις της ζωής και της δουλειάς μας) με ένα φίλο που έτυχε (;) να έχει ένα πολυδιάστατο ταλέντο και μια μεγαλειώδη ροπή να ταξιδεύει ώς τα άστρα τον αθεράπευτο ρομαντισμό και τις συγκινησιακές φορτίσεις του. Ο εσωτερικός κόσμος του Νίκου εκτοξευόταν διαρκώς, ζούσε διαρκώς μέσα από την τέχνη του, στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Όπως είχε πει και ο ίδιος στο popaganda.gr και στον Θεοδόση Μίχο, «δεν αντέχω τη ζωή, δεν μου αρέσει»... Κι όπως πρόσθετε, γελώντας, «υπήρξα ένας κακός επιχειρηματίας, αλλά ένας καλός καλλιτεχνικός διευθυντής». Κι αν βρέθηκε ώρες ώρες σε οικονομικούς κυκλώνες –το μόνιμο άγχος του–, ήταν από το πάθος του να δημιουργήσει πράγματα που θα έφερναν άλλη πνοή. Το Gagarin ήταν ένα από αυτά. Όπως γράφει και στην ιστοσελίδα του, «Σεπτέμβριο του 2002 ο Yuri Alexeyevich Gagarin προσγειώνεται στην Aθήνα», έστω και απέναντι στο πολυαγαπημένο του Ρόδον που εκείνη την εποχή αργοπεθαίνει. Ίσως και γι’ αυτό να το αποφάσισε άλλωστε… Το Gagarin 205 Live Music Space ανοίγει τις πόρτες του στη θέση ενός κινηματογράφου της Λιοσίων –τις αγαπούσε ο Νίκος αυτές τις γειτονιές– και δίνει νέα ζωή στον ήχο της πόλης. Κι επειδή ο δημιουργός του γνώριζε όσο λίγοι τον κόσμο των ήχων, φέρνει τη μουσική συνέχεια του Ρόδον στην καλύτερή της μορφή. Κι αν φιλοξενεί στη σκηνή του εκατοντάδες σημαντικούς καλλιτέχνες, άλλα στοιχεία του είναι ακόμη πιο σημαντικά και αλλάζουν άρδην το τοπίο. Δίνει επιτέλους χώρο σε νέα παιδιά να παίξουν τις μουσικές τους, δίνει χώρο σε εκδηλώσεις και happenings πρωτόγνωρα στην πόλη και δημιουργεί δυο φεστιβάλ – και τα δύο αδυναμίες του Νίκου και αντικατοπτρισμός του ίδιου του εαυτού του: το Gimme Shelter Film Festival, αφιερωμένο εξαιρετικά στο ροκ εν ρολ και στον κινηματογράφο, με τίτλους δυσεύρετους και σε συνεργασία με το Raindance του Λονδίνου. Και το φεστιβάλ Cult ελληνικού κινηματογράφου που αγαπήθηκε πολύ κι έριξε απίστευτα καπνογόνα γέλιου, ενώ συγχρόνως τάραξε τα νεύρα της πόλης.

Ήταν τότε, από τα τέλη του ‘90 ώς τα τέλη του 2010 που βρεθήκαμε πιο κοντά από ποτέ, συνεργαστήκαμε πιο πολύ από ποτέ, γελάσαμε πιο πολύ από ποτέ, μιλήσαμε πιο πολύ από ποτέ, τσακωθήκαμε πιο πολύ από ποτέ, καπνίσαμε πιο πολύ από ποτέ, αλληλο-εξομολογηθήκαμε πιο πολύ από ποτέ και ήπιαμε πιο πολύ από ποτέ. Μέχρι τελικής πτώσεως. Από το στέκι της καρδιάς του, το Au Revoir, μέχρι το Berlin και το Residents του φίλου του Γιώργου Χριστιανάκη στη Θεσσαλονίκη, από το Ρόδον μέχρι το Gagarin, από το σπίτι του Νίκου Νικολαΐδη μέχρι το Galaxy στη στοά της Σταδίου απέναντι από το Αττικόν και το Απόλλων. Ήταν τότε, λίγο πριν την πρεμιέρα του υπέροχου ντοκιμαντέρ του Screamin’ Jay Hawkins – Ι Put A Spell On Me" που είδαμε άναυδοι να πέφτουν οι Δίδυμοι Πύργοι ενώ δουλεύαμε για την προώθησή του, στην Ideefixe. Ήταν τότε που προσπάθησε να κάνει ένα άλλο μεγάλο όνειρο πραγματικότητα, το εξαήμερο Gagarin Open Air Festival, τον Ιούλιο του 2007, στο ρημαγμένο ήδη Ελληνικό. Από τον Iggy στους Beirut, από τους Last Drive στους Kaiser Chiefs, από τον Mark Lanegan στα Διάφανα Κρίνα, πάνω από είκοσι τόσα ονόματα έδωσαν το παρόν, έστω κι αν το όλο φιλόδοξο εγχείρημα οικονομικά έπασχε. Ήταν τότε που ζήσαμε την απώλεια του Νίκου Νικολαΐδη και στήσαμε στη μνήμη του αφιερώματα και όμορφες βραδιές. Ήταν τότε που τρωγόταν μέσα του να ξεκινήσει τη νέα του ταινία, αλλά οι καταστάσεις δεν τον άφηναν να αφοσιωθεί σε αυτό. Ήταν τότε που γνώρισε τη Μαρίνα Δανέζη, που τον ξεμπλόκαρε και τον οδήγησε ξανά σε νέο ξεκίνημα στον δρόμο τον παλιό. Οι Αισθηματίες άργησαν να γίνουν, αλλά ο γόνιμος σπόρος τους άνθισε μέσα του πολύχρωμος, μοναδικός και γέννησε ό,τι καλύτερο έδωσε στη μεγάλη οθόνη. Έναν ματωμένο ύμνο στην αγάπη.

«Αχ αγόρι μου, οι άνθρωποι μπορεί να πεθαίνουν, αλλά οι ψυχές τους πάντα εδώ τριγυρνούν», λέει η Νινέτα στην ταινία. Δεν μπορώ να ακούω τη λέξη «αδικοχαμένος» λοιπόν, όταν αναφέρονται στο πρόσωπό του. Ούτε στον ίδιο θα άρεσε, νομίζω. Άφησε έργο δυνατό, καινοτόμο, πολλαπλό. Άφησε στιγμές και αναμνήσεις, έναν θησαυρό από εικόνες, ήχους και συναισθήματα. Μέσα σε τόσα λίγα χρόνια έκανε τόσα πολλά, πράγματα όμορφα και διαφορετικά. Από τα πρώτα δυνατά δημοσιογραφικά κείμενα στον Ήχο μέχρι την «Αισθηματική Αγωγή» του, την εκπομπή του στο ραδιόφωνο και Τα στέκια του, τη σειρά που επίσης αγάπησε πολύ, γιατί κατέγραψε στην κάμερα όσα αγάπησε πολύ ο ίδιος: τα μπαρ, το γήπεδο, την εισβολή του ροκ εν ρολ, το Ρόδον, τη Φωκίωνος Νέγρη, τις ντισκοτέκ, το Au Revoir, τη νύχτα…

Η τελευταία μας συνάντηση ήταν 19 Μαΐου στο Tiki bar, στα πόδια της Ακρόπολης, όπου ήρθε να δει τον φίλο του τον Simon Bloom να παίζει. «Θα έρθεις;» του έστειλα μήνυμα στο facebook. «Θα έρθω», μου έγραψε -και ήρθε. Και μείναμε εκεί και αφού τέλειωσε το live και αφού έφυγε ο Simon και όλοι, οι πολλοί, φίλοι που ήταν μαζεμένοι εκείνο το βράδυ και είπαμε τόσα όλοι μαζί για τις συναυλίες, για τους Αισθηματίες, για το Gagarin, για το ντοκιμαντέρ του ΠΑΟΚ που ήταν σχεδόν έτοιμο… και τον σκούνταγε η Μαρίνα να φύγουν γιατί είχε πάει πολύ αργά και δεν έφευγε. Μείναμε με τις βότκες μας και το κλείσαμε. Βγήκαμε στο δρόμο τελευταίοι να περιμένουμε τη Μαρίνα που είχε πάει να ξεπαρκάρει, και είπαμε πιασμένοι χέρι χέρι «τι ωραία περάσαμε απόψε» και πότε θα ξαναβρεθούμε… Ώς τότε φίλε, καληνύχτα.

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
2014 Οι Αισθηματίες (μυθοπλασίας)
2001 Screamin’ Jay Hawkins – Ι Put A Spell On Me (ντοκιμαντέρ)
1999 Μαύρο γάλα (μυθοπλασίας)
1998 Tuxedomoon, No Tears (ντοκιμαντέρ)
1997 Το Παλτό (τηλεταινία)
1995 Ράδιο Μόσχα (μυθοπλασίας)
1993 Dogs Licking My Heart (μικρού μήκους)
1992 Momus, Amongst Women Only (μικρού μήκους)


<< Ο «ανοίκειος»i κόσμος της Αντουανέττας Αγγελίδη
“Manifacturing Meanings through Light”: An Interview with Pip Chodorov >>